- ἐριηρά
- ἐρι-ηρά, ἡ, ([etym.] ἔριον)A tax on wool, Arch.Pap.1.552.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριηρά — ἐριηρά, ἡ (Α) (παπυρ.) φόρος στο έριον, στο μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρι τού έριον + κατάλ. ηρός. Μαρτυρείται μόνο ο ουσιαστικοποιημένος πληθ. τού ουδ. γένους] … Dictionary of Greek
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek